Tuesday, July 30, 2013

Η ζωή που υπάρχει μέσα στη στιγμή.




  Τρέλα γενικευμένη. Όλοι έχουν περίοδο ταυτόχρονα και μόνο να κάθεσαι σε μια γωνιά και να χαζεύεις φτάνει να το δεις. Ο καθένας γίνεται ολοένα και περισσότερο αυτό που είναι στον πάτο του μυαλού του, οπότε λιγότερη δουλειά για μένα που τα πρότζεκτ συμπλεγμάτων είναι το χόμπι μου. Και ιδιαίτερα για το πρότζεκτ της πάρτης μου, που είναι και το βασικό, τα πράγματα πάνε καλά. Φαίνεται και στη φωτογραφία. Double Eva Session , όπως συνηθίζεται όποτε βρισκόμαστε με τη φιλενάδα μου και έπειτα πολλές ιστορίες για να γραφτούν σε βιβλίο (δηλαδή κρίμα είναι, πραγματικά), ειδικά αυτή η τελευταία που περιλαμβάνει το πιο ξαφνικό και ακραίο road trip που έχω κάνει ως τώρα.
   Από Εξάρχεια και Γκάζι, όλη την επόμενη μέρα σ΄ετούτο το μέρος, παρέα με ένα δελφίνι που το έτρωγαν οι μύγες στον ήλιο και με κομμάτια κρέας, μελιτζάνες και ντομάτες ροζ καρφωμένες σε ένα καλάμι πάνω από κάρβουνα, να ψηνόμαστε κι εμείς πάνω στα βράχια. Τρέχοντας πίσω κατά τις εφτάμιση, με προοπτική να προλάβουμε το λεωφορείο των δεκάμιση για Γιάννενα στον Κηφισό, να βάλω τη φιλενάδα μέσα και να της κουνήσω το ορεβουάρ μαντήλι. Όμως μόλις πλησιάζουμε τη Χαλκίδα λέω, τι είναι, 5 ωρίτσες, δεν πάμε με το αμάξι; πιο γρήγορα θα φτάσουμε. Γιούχου και λοιπά, ζούμε τώρα και η στιγμή είναι ανεκτίμητη. Σκέφτομαι πως πρέπει να είναι κανείς τελείως γκάο, να γυρίσει στο λάκκο όταν υπάρχουν τόσες κορφές. Πριν τη γέφυρα του Βασιλικού φουλάρουμε και αμέσως φουλάρει και το βενζινάδικο.Καλό σημάδι.
    Στην έξοδο από κεκτημένη στρίβω αριστερά για Αθήνα και σταματάω να ρωτήσω τους κύριους με τις στολές της τροχαίας πως θα κάνω την τούμπα για Λαμία, φορώντας το παρδαλό μου φουστανάκι με τα παπαγαλάκια και τα μαλλιά κάγκελο από τα αλάτια. Λίγο ασυνήθιστο να σταματάς χωρίς να σ' έχουν σταματήσει πρώτοι αυτοί, οπότε στο τέλος λέω: "Ωραία, μήπως θέλετε να δείτε και τα χαρτιά μου;" αλλά "Μπα, δε νομίζω." κι έτσι την κοπανάμε με καπνούς, στο χρωματιστό σούρουπο. Το μαγικό χέρι της Εύας  κανονίζει στο ραδιόφωνο Enola Gay κι εγώ το ξυπόλυτο γκάζι, ουρλιάζοντας πιο δυνατά απ' τον αέρα που μυρίζει φρέσκο ψωμί και θειάφι.(;)
   Μέχρι να τσουλήσουμε το στροφομάνι του Δομοκού, τα φωτάκια του κάμπου λαμπύριζαν ήδη σε παράλληλες γραμμούλες κάτω από τον ορίζοντα.  Στις ατέλειωτες θεσσαλικές  ευθείες  είμαστε ολομόναχοι, ποιος πάει στην Καρδίτσα τον Ιούλιο; Οι τρελοί. Στάση για γεμιστό πεϊνιρλί που είναι ατραξιόν, σύντομη περιήγηση και ποτάκι Μαργαρίτα, παλιό λημέρι που κλείνει τα 15 του χρόνου and it's quite a shock, αφού ήμουν εκεί όταν γεννήθηκε. Άνθρωποι και αγάπες και τα πάντα όλα στο κεφάλι μου. Πριν το πιστέψει κανείς ότι συμβαίνει, φραπεδάρα σε γυάλινο για το δρόμο και κλειδί στη μηχανή που είναι ακόμα ζεστή.
    Παρακάτω, τα Μετέωρα στο σκοτάδι μοιάζουν με δορυφόροι. Το φεγγάρι σα φέτα καρπούζι χωρίς φλούδα πάνω από το δάσος, τα  αλεπουδάκια να ξεψυχάνε στην άσφαλτο από κάποιο χωριάτικο προφυλακτήρα και η καύτρα στο στόμα μου να κοκκινίζει όλο το δρόμο. Η ραχοκοκκαλιά μου σε κάθε στροφή ανατριχιάζει. Είμαστε εμείς, οι λιγοστές νταλίκες και το διαφανές σκοτάδι. Τα φώτα της Εγνατίας σου λένε που πρέπει να πας και το ραλάκι αλλάζει απότομα μόλις ανοίγει η μπάρα των διοδίων, σαν να γίνεται ξαφνικά το μπεργκεράδικο κανένα κυριλέ εστιατόριο που το γκαρσόνι τσεκάρει πότε τελείωσες την κοκα κόλα σου για να σου συμπληρώσει. Πολλά φώτα πολλή μοναξιά, πολλή άνεση. Κοινώς, floating in space στις μεγαλύτερες γαλαρίες.
   Μπαίνουμε στο κέντρο στα Γιάννενα και τότε η ταχύτητα πέφτει. Το σπίτι που έμενα έγινε καφετέρια και το έβαψαν ένα περίεργο κεραμιδί. Από το μπαλκόνι της Εύας ο πεζόδρομος μοιάζει με ακουαρέλα και από κάπου ακούγεται ακόμα μουσική στις τρεις και μισή. Κάποια στιγμή βλέπω δυο φιγούρες που κυνηγιούνται και γελάνε και μια δροσιά περνάει από τους ώμους μου. Πίνω την πορτοκαλάδα από το μπουκάλι. Μπαίνω για μπάνιο και το νερό πετάει όλα τα χιλιόμετρα απ' το κορμί μου. Πόσα όνειρα να είδα; Πρέπει να είδα τα δικά μου, της φίλης μου και όλων των πουλιών που χάζεψα στο δρόμο.
   Το πρωί με το ζόρι το πεντάλεπτο και μετά επιστροφή στην ίδια διάθεση. Οικογενειακός καφές σε οικογενειακή επιχείρηση με πάνες, που πρώτη φορά με κάνει να αναρωτηθώ πόσο σκατό παράγουν οι άνθρωποι και γεμίζω θαυμαστικά. Φίλοι γύρω μου κι εγώ μιλάω έντονα για κάποιο θέμα με πολλές βρισιές, αλλά μόνο από άνεση. Φιλιά και αντίο στον ήλιο. Δουλειά για εκείνους, τιμόνι για μένα. Πήρα την άλλη εθνική για αλλαγή και χαιρετούσα όλα τα παράπλευρα χωριουδάκια μέχρι το Μενίδι. Εκεί κατεβαίνω για μια βουτιά, αλλά το σκηνικό "κάθομαι στην καφετέρια και βρέχω τα πόδια μου " και τα καπελωμένα κεφαλάκια που ανακατεύουν μια θάλασσα γεμάτη σαπουνάδες δε με γοητεύουν.
   Από δω ξεκινάει το πραγματικό ραλάκι, με τα φορτηγά, τα κτελ και κάθε είδους χελώνα. Όχι τίποτε άλλο, κόντευα να χάσω τη φόρμα μου με τόσα φανάρια στην Αθήνα. Τόσο καιρό είχα να περάσω το Αντίρριο που μου ήρθε το 13,20 στη γέφυρα σαν καρπαζιά. Τελευταία φορά, αλλά πάντα τα ίδια λέω. Στο 150 σταματάω για τσιγάρο και προσπαθώ να πολεμήσω την αφυδάτωση. Βλέπω τα πράματα να κουνιούνται και περπατάω περίεργα. Πρέπει να συνέλθω απ' το σερί τετράωρο, αλλά δεν μπορώ να περιμένω. Καπνίζω ενάμισι τσιγάρο και φεύγω. Η βενζίνη έχει μείνει στις δυο γραμμές, εγώ με  τρία ευρώ και μέχρι τα Μέγαρα πάω με ρεζέρβα. Τα σενάρια πηγαινοέρχονται στο μυαλό μου, σε ένα απ΄αυτά μάλιστα κοιμόμουνα μέσα στο αυτοκίνητο παρέα με αλανιάρες κότες, αλλά τίποτα απ' αυτά δε συνέβη τελικά. Στο 40 η τύχη μου κλείνει το μάτι. Βγαίνω στην όαση, σηκώνω λεφτά, βάζω ίσα ίσα βενζίνη και παίρνω κι ένα τσηζ από τα Goodys  έτσι για το γαμώτο της αγωνίας.
   Επιστροφή Αθήνα, ντουγρού στα Πετράλωνα για δουλειά και ο τύπος στο συνεργείο στη γωνία να γελάει έτσι όπως πάω σα μεθυσμένη μεσημεριάτικα μ΄αυτό το φόρεμα να περάσω την Πειραιώς απέναντι. Μπαίνω στον κλιματισμό και είναι σήμερα ο καλύτερος κλιματισμός του κόσμου. Δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα. Το μόνο που καταφέρνω είναι να πω στους άλλους είναι ότι πήγα μια φίλη μου στα Γιάννενα χτες και γύρισα.
Ακούω τότε την ερώτηση: " Για ποιο λόγο να θες να κάνεις κάτι τέτοιο;"
Δεν απάντησα.